- δισταγμοῦ
- δισταγμόςdoubtmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
αζχαρισμός — Θεολογική σχολή του Ισλάμ, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Αλ Άζχαρ, ο οποίος το 912 αποσπάστηκε από την πιο ουμανιστική σχολή των Μουταζιλιτών και υποστήριξε τις θέσεις του απόλυτου θεοκεντρισμού (κατά τον α., το θείο είναι αυτεξούσιο,… … Dictionary of Greek